- γυμνιστής
- ο (θηλ. γυμνίστρια, η)οπαδός τού γυμνισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνιστής (< γυμνός) και γυμνοκράτης (< γυμνός + -κράτης < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. nudist (< nude «γυμνός»)].
Dictionary of Greek. 2013.